- μονογάμῳ
- μονόγαμοςone who marries but oncemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονογαμώ — μονογαμῶ, έω (ΑΜ) [μονόγαμος] παντρεύομαι μία μόνο φορά ή παντρεύομαι μία μόνο γυναίκα ή έναν μόνο άνδρα … Dictionary of Greek